εσώτερον

εσώτερον
επίρρ.
1) глубже; 2) внутри; внутрь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εσώτερον" в других словарях:

  • ἐσώτερον — ἐσώτερος innermost masc acc sg ἐσώτερος innermost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՐՔՍ — ( ) NBH 2 0423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 12c ա.գ. τὰ ἕνδον internum, interiora. Իբր Ներքին, ներքինք, եւ Ընդերք. *Ներքս անուանէ՝ որ ինչ կըայ ʼի ներքս, զփորոտին ասէ, զորովայն, եւ այլն. Ոսկ. մրգր. ՟Բ: *Սաստիկ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»